σάκχαρο

σάκχαρο
το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, -άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, -αρος και σάκχαρι, -άρεως Α
εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη
νεοελλ.
1. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τού ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 περίπου είδη αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών ποωδών φυτών τα οποία ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη και κατάγονται, πιθανώς, από την νοτιοανατολική Ασία
2. κοινή ονομασία τού σακχαρώδους διαβήτη
3. στον πληθ. τα σάκχαρα
(βιοχ.-χημ.) κατηγορία μεγάλου αριθμού άχρωμων υδατοδιαλυτών οργανικών ενώσεων με γλυκιά γεύση, οι οποίες υπάρχουν στον οπό τών σπορογόνων φυτών και στο γάλα τών θηλαστικών και που αποτελούν την απλούστερη τάξη υδατανθράκων, αλλ. γλυκίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το παλικό sakharā < αρχ. ινδ. śarkarā (πρβλ. και αραβ. sukkar, απ' όπου και τα νεώτερα: γαλλ. sucre, γερμ. Zucker, ιταλ. zucchero, αγγλ. sugar). Ο τ. σάκχαρι, τὸ, έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το μέλι, ενώ ο τ. σάκχαρον, τον οποίο δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. saccharum), κατά τα ουδ. σε -ον. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. ζάχαρη*, διατηρείται, όμως, και ο τ. σάκχαρο, κυρίως στην επιστημονική ορολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρο — το 1. ζάχαρη. 2. είδος υδατανθράκων που απαντούν σε ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς. 3. ο διαβήτης: Υποφέρει από σάκχαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκχαρο- — Ν (χημ. βιοχ. ιατρ.) α συνθετικό λέξεων που υποδηλώνει ότι το δηλούμενο με το β συνθετικό περιέχει σάκχαρα ή έχει σχέση με τα σάκχαρα (πρβλ. σακχαροδέκτης, σακχαρομύκης, σακχαροποίηση, σακχαροδιαβήτης κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • γλυκοζίτες — Οργανικές ενώσεις, φυσικές ή συνθετικά παράγωγα των σακχάρων, που έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ομάδα. Αν το σάκχαρο ενωθεί με ένα άλλο σάκχαρο, η ένωση ονομάζεται δισακχαρίτης (πολλά σάκχαρα ενωμένα μαζί σχηματίζουν έναν πολυσακχαρίτη)· αν… …   Dictionary of Greek

  • βερικοκιά — Δέντρο της οικογένειας των ροδιδών, στην οποία υπάγονται και άλλα πιο μεγάλα οπωροφόρα. Κατάγεται από την κεντρική Ασία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε πιθανώς κατά τον 1ο αι. π.Χ. Η επιστημονική του ονομασία είναι προύνος η αρμενική. Καλλιεργούνται… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • σακχαραιμία — η, Ν ιατρ. η περιεκτικότητα τού αίματος σε σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + αιμία (< αιμος < αίμα)] …   Dictionary of Greek

  • σακχαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ζάχαρη 2. χημ. αυτός που είναι σχετικός με το σάκχαρο ή αυτός που προέρχεται από χημική ένωση σακχάρου (α. «σακχαρικό άλας» β. «σακχαρικός εστέρας») 3. φρ. «σακχαρικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • σακχαρογόνος — ο, Ν αυτός που μπορεί να παράσχει σάκχαρο αφού υποβληθεί σε χημική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που παράγει ή περιέχει σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + φόρος* (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Θ. Γ. Ορφανίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”